ωτολογία

ωτολογία
η, Ν
ιατρ. η μελέτη τής ανατομίας, τής φυσιολογίας και τής παθολογίας τών αφτιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + -λογία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Γ. Α. Κωστομύρη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ωτολογικός — ή, ό, Ν [ωτολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωτολογία …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • ωτολόγος — ο, η, Ν γιατρός ειδικευμένος στην ωτολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + λόγος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”